- επερείδω
- (AM ἐπερείδω)στηρίζω πάνω σε κάτιαρχ.-μσν.σπρώχνω, μπήγω κάπου («ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη [ἔγχος] νείατον ἐς κενεῶνα», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. πιέζω με δύναμη («τῇ χειρὶ ἐπερείδειν», Ιπποκρ.)2. σπρώχνω την πόρτα για να κλείσει καλά3. εντείνω (κυρίως τις δυνάμεις μου) («ἐπέρεισε ἵν' ἀπέλεθρον», Ομ. Οδ.)4. αντιστέκομαι με όλες τις δυνάμεις μου5. στρέφω όλη τη δύναμη τού ενός εναντίον άλλου («ὅλην ἐπερείσας τὴν φάλαγγα τοῑς Ῥωμαίοις», Πλούτ.)6. στρέφω την προσοχή μου κάπου («ἄν τὴν διάνοιαν ἐπερείσης», Πλούτ.)7. στέλνω8. μέσ. ἐπερείδομαια) είμαι πλαγιασμένος κάπουβ) στηρίζω τις ελπίδες μου κάπου («ἐπερείδεται εἰς τὴν εὔνοιαν τῶν ἰσχυρῶν».[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω - ωθώ»].
Dictionary of Greek. 2013.